- συστρεμμάτιον
- τὸ, Α [σύστρεμμα, -έμματος]1. υποκορ. τού σύστρεμμα*2. (κατά τον Πολυδ.) «ἐφαπτὶς συστρεμμάτιον τι πορφυροῡν ἤ φοινικοῡν ὅ περὶ τὴν χεῑρα εἶχον οἱ πολεμοῡντες ἤ θηρεύοντες».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συστρεμμάτιον — whirlpool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)